Widget Recent Post No.

Το βάψιμο των κυψελών και μυστικά για να κρατάει πολλά χρόνια



Ένα από τα θέματα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε εμείς οι μελισσοκόμοι, είναι με ποιο τρόπο θα προστατεύσουμε - μέσω κάποιας καλής βαφής - τις κυψέλες μας, που αποτελούν, ίσως, τον ποιο δαπανηρό εξοπλισμό του μελισσοκομείου μας, και που επί πλέον είναι αυτός που καταπονείται και περισσότερο, από κάθε άλλον. Ιδιαίτερα για τους νέους μελισσοκόμους, η επιλογή του τρόπου βαφής αποτελεί συνήθως μια πραγματική σπαζοκεφαλιά, με τα τόσα που λέγονται και γράφονται γύρω από αυτό το θέμα.

Σήμερα λοιπόν θα ασχοληθούμε διεξοδικά με αυτό το ζήτημα και θα περιγράψουμε όλους τους γνωστούς (?) τρόπους βαφής των κυψελών μας, αποκαλύπτοντας τα συν και τα πλην του καθενός από αυτούς. Πριν όμως να προχωρήσουμε στην περιγραφή αυτών των τρόπων βαφής, καλό θα είναι να απαντήσουμε στο εξής κρίσιμο ερώτημα: Τι εννοούμε, όταν λέμε «καλή βαφή»?

Εννοούμε μια βαφή που να κάνει σχεδόν αθάνατες τις κυψέλες μας?
Εννοούμε μια βαφή που να εφαρμόζεται εύκολα και γρήγορα?
Εννοούμε μια βαφή που να είναι φτηνή?
Εννοούμε μια βαφή που να μην είναι επικίνδυνη για την υγεία μας, το περιβάλλον και για τις μέλισσες?
Εννοούμε μια βαφή που το φρεσκάρισμά της, τα επόμενα χρόνια, θα γίνεται εύκολα?
Ή μήπως εννοούμε μια βαφή που δεν θα μας «απαγορεύει» στο μέλλον να αλλάξουμε τρόπο και υλικά και να πάμε σε κάποια άλλη εφαρμογή, αν έτσι αποφασίσουμε?

Από τις απαντήσεις που θα δώσουμε σε όλα αυτά τα ερωτήματα, θα κριθεί και ο τρόπος που θα αποφασίσουμε να βάψουμε «εξωτερικά» τις κυψέλες μας. Και το διευκρινίζουμε αυτό, γιατί οι κυψέλες των μελισσών δεν χρειάζονται προστατευτικό βάψιμο στο εσωτερικό τους. 

Τη δουλειά αυτή  την αναλαμβάνουν να την κάνουν οι ίδιες οι μέλισσες, που στεγανοποιούν και απολυμαίνουν τις εσωτερικές επιφάνειες με τη χρήση της πρόπολης που, όπως είναι γνωστό, την παράγουν από τη συλλογή ρητινωδών εκκρίσεων κάποιων φυτών, που στη συνέχεια αναμειγνύουν με κερί, γύρη, ένζυμα και άλλες ουσίες. Το αποτέλεσμα είναι το παράγωγο αυτό των μελισσιών, να έχει δραστικές μικροβιοκτόνες ιδιότητες και να αποτελεί ένα άριστο «συντηρητικό» και στεγανωτικό υλικό.

Να αναφέρουμε ακόμα, πως, ειδικά  για τις καινούργιες κυψέλες, ανεξάρτητα από το τρόπο βαφής που θα επιλέξουμε, είναι απαραίτητο να κάνουμε κάποια προεργασία στις «παρθένες», εξωτερικές, ξύλινες επιφάνειες τους. Κατ αρχάς καίμε με φλόγιστρο όλους τους ρόζους και τις χαραμάδες που έχουν ρετσίνια. Απομακρύνουμε τους ρόζους που κουνιούνται και στη θέση τους βάζουμε ξύλινες τάπες. Στη συνέχεια στοκάρουμε τα σημεία αυτά και αφού στεγνώσει ο στόκος τα περνάμε ένα γιαλοχαρτάρισμα.

Πολλοί κατασκευαστές έχουν ήδη κάνει, στα σώματα των κυψελών, αυτή την προεργασία και έτσι μας απαλλάσσουν από αυτή τη φάση κατεργασίας. Αλλά και οι κυψέλες που είναι φτιαγμένες από κόντρα πλακέ θαλάσσης, δεν χρειάζονται όλη αυτή τη φασαρία.

Μετά από όλες αυτές τις διευκρινήσεις, ας ξεκινήσουμε την παρουσίαση των ποιο γνωστών τρόπων βαψίματος των κυψελών.

ΒΑΦΗ ΜΕ ΠΑΡΑΦΙΝΗ.
Η παραφίνη είναι ένα χημικό παράγωγο του πετρελαίου που έχει υποστεί κατάλληλη επεξεργασία και έχει χαρακτηριστεί «ουδέτερη», από πλευράς τοξικότητας.
Στο εμπόριο κυκλοφορεί σε πλάκες, που όταν θερμανθούν υγροποιούνται και στη συνέχεια η εφαρμογή της μπορεί να γίνει είτε με πινέλο, είτε με εμβάπτιση. 

Για να γίνει η εφαρμογή με εμβάπτιση, που είναι και η πιο συνηθισμένη, απαιτείται κάποιος «ειδικός εξοπλισμός», που συνίσταται από ένα σιδερένιο κουτί διαστάσεων 40Χ60Χ60 εκατοστά ύψος, που επικάθεται πάνω σε μια μεγάλη εστία γκαζιού. Απαιτείται ακόμα μια ιδιοσυσκευή από στραντζαριστά για την καταβύθιση των κυψελών μέσα στην παραφίνη.

Οι πλάκες της παραφίνης τοποθετούνται μέσα σιδερένιο κουτί και αφού θερμανθούν και λιώσουν, γίνεται η εμβάπτιση των σωμάτων για 3-5 λεπτά σε θερμοκρασία περίπου 170ο C.
Η παραφίνη δεν χρωματίζει το ξύλο. Υπάρχουν όμως ιδικές χρωστικές που μπορούν να διαλυθούν μέσα σε αυτή, όταν βρίσκεται σε υγρή κατάσταση.

Πλεονεκτήματα:
  • Πετυχαίνει το απόλυτο κλείσιμο όλων των αρμών και των χαραμάδων της κυψέλης με αποτέλεσμα την αποτελεσματική καταπολέμηση του κηρόσκορου, αφού δεν βρίσκει μέρος να εναποθέσει τα αυγά του.
  • Δημιουργεί ένα κάλυμμα απομόνωσης της υγρασίας, έξω και μέσα. (?).
  • Προσφέρει σχετική θερμομόνωση στις κυψέλες.
  • Χαρίζει μακροζωία στις κυψέλες.

Μειονεκτήματα:
  • Απαιτεί ειδικό εξοπλισμό.
  • Εγκυμονεί κινδύνους ανάφλεξης και αυτανάφλεξης (πάνω από του 200ο C)
  • Απαιτεί εμπειρία.
  • Έχει σχετικά μεγάλο κόστος εφαρμογής..
  • Καλύπτει και το εσωτερικό των κυψελών, κάτι που όπως αναφέρουμε πιο πάνω δεν χρειάζεται και δεν πρέπει να γίνεται.


ΒΑΦΗ ΜΕ ΛΙΝΕΛΑΙΟ:
Το λινέλαιο είναι ένα λάδι φυτικής προέλευσης, απόλυτα ασφαλές στη χρήση του.
Εφαρμόζεται με πινέλο σε θερμοκρασία δωματίου, ή κατόπιν θέρμανσης σε υψηλότερες θερμοκρασίες για καλύτερη επίστρωση και απορρόφηση από το ξύλο. Περνάμε δυο χέρια τις εξωτερικές επιφάνειες της κυψέλης, αφού όμως έχουμε ρίξει ανάλογη ποσότητα στεγνωτικού μέσα στη μάζα του λινελαίου.
Το δεύτερο χέρι το περνάμε αφού έχει στεγνώσει καλά το πρώτο και για να γίνει αυτό απαιτούνται αρκετές ημέρες. Στη συνέχεια βάφουμε ένα  χέρι  Μίνιο και όταν στεγνώσει και αυτό, περνάμε ένα χέρι υπόστρωμα (βελατούρα) και κατόπιν δυο χέρια λαδομπογιά (ριπολίνη).

Πλεονεκτήματα:
  • Οι κυψέλες διατηρούνται για αρκετά χρόνια σε καλή κατάσταση.
  • Βάφονται μόνο οι εξωτερικές επιφάνειες.

Μειονεκτήματα:
  • Η εφαρμογή αυτή απαιτεί πολλά υλικά, άρα έχει και μεγάλο κόστος.
  • Θέλει πολύ χρόνο και πολλές εργατοώρες.
  • Τα στεγανωτικά που χρησιμοποιούνται για το λινέλαιο, περιέχουν μεταλλικά άλατα του μαγγανίου, του κοβαλτίου και του σιδήρου, που είναι επιβλαβή, όταν τα εισπνέουμε.
  • Το καλό μίνιο του μολύβδου, είναι αποδεδειγμένα καρκινογόνο.
  • Οι βελατούρες, οι ριπολίνες και γενικά όλες τις αλκυδικές λαδομπογιές αλλά και τα συντηρητικά και τα βερνίκια ξύλου που αραιώνονται με white spirit, νέφτι, και διαλυτικό νίτρου, περιέχουν ξυλόλιο, τολουόλιο, και άλλους οργανικούς αρωματικούς διαλύτες,  αρκετοί από τους οποίους είναι αποδεδειγμένα καρκινογόνοι.
  • Να αναφέρουμε ακόμα πως τα παραπάνω χρώματα δεν έχουν καμία ελαστικότητα, έχουν μηδενική διαπερατότητα υδρατμών και εγκλωβίζουν την υγρασία σαπίζοντας το ξύλο σταδιακά. Με το πέρασμα του χρόνου σκληραίνουν, σπάνε και ξεφλουδίζουν. Επιπλέον επιβαρύνουν την υγεία των μελισσών αλλά και των μελισσοκόμων, λόγω της περιεκτικότητας σε διαλύτες και ειδικά πρόσμικτα.
  • Σε περίπτωση φρεσκαρίσματος, απαιτείται προεργασία. (ξύσιμο, στοκάρισμα κλπ)


ΒΑΦΗ ΜΕ ΕΛΑΣΤΟΜΕΡΗ ΜΟΝΩΤΙΚΑ.
Είναι τα υδατοδιαλυτά εκείνα στεγανωτικά που μονώνουμε τις ταράτσες  Οι μπογιές αυτές έχουν άριστη πρόσφυση και στο ξύλο, όπως σε κάθε πορώδη επιφάνεια. Παρέχουν άριστη θερμομόνωση και υγρομόνωση. Είναι πολύ πηχτές και αραιώνονται με νερό.
Ξεκινάμε την εφαρμογή περνώντας χωρίς καμία αραίωση, μόνο τις ενώσεις των κυψελών..
Όταν στεγνώσει αυτή η επίστρωση, κάτι που συμβαίνει γρήγορα, περνάμε το πρώτο χέρι, αφού προηγουμένως έχουμε αραιώσει πολύ το υλικό με νερό. Αυτή η επίστρωση λειτουργεί σαν αστάρι.
Αφού στεγνώσει και αυτή η επίστρωση, περνάμε άλλα 3-4 χέρια με πηχτή μπογιά (10% αραίωση)

Πλεονεκτήματα:
  • Χρησιμοποιούμε ένα μόνο υλικό για όλα τα χέρια βαψίματος.
  • Έχει σχετικά χαμηλό κόστος – στοιχίζει  4 με 5ευρω/κιλό.
  • Ο συνολικός χρόνος στεγνώματος δεν υπερβαίνει το δεκάωρο σε καλές θερμοκρασίες. 
  • Είναι εντελώς άοσμο (υδατοδιαλυτό) και δεν έχει επικίνδυνες αναθυμιάσεις κατά την ώρα του βαψίματος
  • Έχει μεγάλη πρόσφυση και μεγάλη επικαλυπτικότητα.
  • Έχει ελαστικότητα που τη διατηρεί για αρκετά χρόνια, αντέχοντας στις διαστολές και συστολές του ξύλου .
  • Είναι πολύ καλό θερμομονωτικό και υγρομονωτικό υλικό.

Μειονεκτήματα:
  • Δεν μπορούμε να βάψουμε τα χείλη (σόκορα)  των κυψελών μας, γιατί τον πρώτο καιρό κολλάνε. Το ίδιο συμβαίνει και κατά τη βαφή, αν τοποθετήσουμε το ένα πάτωμα πάνω στο άλλο.
  • Δεν δίνει καλή εμφάνιση – αν μας ενδιαφέρει.
  • Αν η εξωτερική πλευρά της κυψέλης πληγωθεί κάπου και γδαρθεί η μπογιά, τότε υπάρχει κίνδυνος να εισχωρήσει από αυτό το σημείο υγρασία και να διαποτίσει τη γύρω επιφάνεια που δεν θα μπορέσει να την αποβάλει, λόγω ακριβώς της απόλυτης στεγανώτητας που προσφέρει αυτή η εφαρμογή.
  • Σε περίπτωση που στο μέλλον, θελήσουμε να εφαρμόσουμε κάποιον άλλο τρόπο βαφής, τότε απαιτείται αφαίρεση του παλιού υλικού, που γίνεται με φλόγα ή με εμβάπτιση σε ...παραφύνη.

ΒΑΦΗ ΜΕ ΥΔΑΤΟΔΙΑΛΥΤΑ ΑΚΡΥΛΙΚΑ ΧΡΩΜΑΤΑ
Τα χρώματα αυτά αραιώνονται με νερό και η εφαρμογή τους είναι πανεύκολη. Δεν περιέχουν βαρέα μέταλλα, θεωρούνται υποτοξικά, δουλεύονται εύκολα και στεγνώνουν γρήγορα.
Περνάμε στην αρχή ένα χέρι ακρυλικής υδατοδιαλυτής βελατούρας και αφού στεγνώσει περνάμε δυο χέρια ακρυλικής ριπολίνης νερού.

Πλεονεκτήματα:
  • Είναι άοσμο (κατάταξη Α+), υδατοδιαλυτό, εύκολο στην εφαρμογή και φιλικό στις μέλισσες και στο μελισσοκόμο.
  • Έχει πολύ καλή καλυπτικότητα
  • Είναι ανθεκτικό στη βροχή μετά από 1 ώρα και μπορούμε να περάσουμε 2 χέρια την ίδια μέρα, γιατί στεγνώνει γρήγορα.
  • Προσφέρει άριστη εμφάνιση, εξαιρετικές αντοχές σε αντίξοες καιρικές συνθήκες, όπως οι ηλιακές ακτίνες UV, η βροχή, ο παγετός και οι υψηλές ή οι χαμηλές θερμοκρασίες.
  • Έχει ικανοποιητικό χρόνο ζωής
  • Ρυθμίζει την υγρασία του ξύλου, αφήνοντας το να αναπνέει.
  • Έχει εξαιρετική πρόσφυση στο ξύλο και αρκετά καλή στις γαλβανιζέ επιφάνειες,
  • Υπάρχει σε χιλιάδες αποχρώσεις.
  • Έχει λογικό κόστος εφαρμογής (4-5 ευρώ / κιλό)
  • Η κυψέλη βάφεται μόνο εξωτερικά.

Μειονεκτήματα:
  • Απαιτεί κάθε 3-4  χρόνια ένα πέρασμα για φρεσκάρισμα των ιδιοτήτων της, χωρίς όμως κάποια ειδική προεργασία.
Ολοκληρώνοντας το άρθρο μας αυτό, γίνεται φανερό πως ανάλογα με την απάντηση που έχουμε δώσει στο αρχικό μας ερώτημα : «τι θεωρούμε καλή βαφή?», θα επιλέξουμε και τον τρόπο βαφής που βρίσκεται πιο κοντά στις δικές μας προτεραιότητες.

Θα πρέπει όμως να επισημάνουμε πως, κατά τη γνώμη μας, οι νέοι μελισσοκόμοι που δεν έχουν ούτε ανάλογη εμπειρία, ούτε κατάλληλο εξοπλισμό, θα πρέπει να ξεκινήσουν εφαρμόζοντας μια από τις δυο τελευταίες μεθόδους, που δεν εγκυμονούν κανένα κίνδυνο ασφάλειας ή υγείας, ούτε για τους ίδιους, ούτε για τις μέλισσες, μα ούτε και για το περιβάλλον.

Τέλος θα πρέπει να διευκρινίσουμε πως για τα καπάκια και  για τις βάσεις των κυψελών, μπορούμε να εφαρμόσουμε έναν από τους πιο πάνω τρόπους βαφής, που δεν είναι απαραίτητο να είναι ίδιος με αυτόν της βαφής των σωμάτων, αν κρίνουμε ότι έτσι μας βολεύει και ότι έτσι προσφέρουμε καλύτερη προστασία στα μέρη αυτά!
Επιμέλεια: Μανόλης Δερματης, ερευνητής μελισσοκόμος, συγγραφέας του βιβλίου "Η Ιστορία Μιας Βασίλισσας"

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια