O 30χρονος Κρητικός Μελισσοκόμος μιλά για το πάθος του για την μέλισσα και τα σημαντικότερα προβλήματα του κλάδου.
Η γνωριμία έγινε… τυχαία! Στην κουβέντα «πάνω» συνειδητοποίησα ότι απέναντί μου είχα ένα νέο άνθρωπο, ο οποίος αποφάσισε, πριν από μερικά χρόνια, να πάει κόντρα στο ρεύμα. Μιλούσε με πάθος για τη ζωή στην ύπαιθρο, τη φύση και, κυρίως, για τις μέλισσες! Δεν θα μπορούσα να μην καταγράψω όσα έλεγε, φυσικά με την άδειά του. Η επόμενη -εξαιρετικά ενδιαφέρουσα- συνέντευξη για το HANIA.news, σκέφθηκα…
Ο Φραγκίσκος Σταθάκης, -περί αυτού ο λόγος-, 30 ετών, έγγαμος με 2 παιδιά, ηλικίας 7 και 3 ετών, ασχολείται μαζί με τον μεγαλύτερο αδελφό του, Δημήτρη (έγγαμος με 4 παιδιά), επαγγελματικά με τη μελισσοκομία στην περιοχή της Κισσάμου. Και οι δύο είναι απόφοιτοι Λυκείου χωρίς πανεπιστημιακή ή τεχνική κατάρτιση, αλλά έχουν παρακολουθήσει πολύωρα σεμινάρια που αφορούν την ορθή μελισσοκομική πρακτική και την εφαρμογή της βασιλοτροφείας από τον καθηγητή Μελισσοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Ανδρέα Θρασυβούλου.
«Η ενασχόληση με τη μελισσοκομία ήρθε σχεδόν αβίαστα, μιας και από τα παιδικά μου χρόνια βοηθούσα ενεργά τον πατέρα μου και το μεγαλύτερο μου αδερφό. Είναι μια δουλειά, την οποία αγάπησα λόγω των εναλλαγών που τη χαρακτηρίζουν, (η μελισσοκομία είναι ένα αμιγώς νομαδικό επάγγελμα), της ιεραρχίας που οι μέλισσες σού διδάσκουν, της τάξης, της καθαριότητας, της προστασίας και της προσφοράς στη φύση. Μυημένος, λοιπόν, στη μελισσοκομία και έχοντας τις γνώσεις ενός επαγγελματία κατά την ενηλικίωσή μου αποφάσισα εύκολα, χωρίς να υπάρχει δεύτερη επιλογή για εμένα, να ασχοληθώ επαγγελματικά με αυτή. Η μελισσοκομία, όταν γίνεται με συνείδηση, αγάπη, σεβασμό και επαγγελματισμό είναι ένα επάγγελμα (που κάποιες φόρες λειτουργεί και ως ψυχοθεραπεία) που μπορείς να το επιλέξεις ως κύρια ενασχόληση», σημειώνει ο Φραγκίσκος Σταθάκης.
Θα ήταν καλό να αγαπούσε ο άνθρωπος τη φύση, όπως οι μέλισσες αγαπούν αυτή, ακόμα πιο καλό αν η κοινωνία μας είχε τη δομή, τους διακριτούς ρόλους και τη φιλοσοφία που έχει η κοινωνία των μελισσών και θα ήταν υπέροχο αν ο κόσμος μπορούσε να ελιχθεί με τόση μαεστρία στα προβλήματα που προκύπτουν όπως οι μέλισσες κάνουν. Είναι η μοναδική τέλεια κοινωνία στον πλανήτη μας.
«Τι είναι οι μέλισσες για εσένα;», τον ρωτώ.
«Οι μέλισσες είναι η ζωή μου, η ζωή των παιδιών μου, η δουλειά μου, το χόμπι μου, η ιδιότητά μου ως άνθρωπος. Ό,τι για ένα δημοσιογράφο η πένα, ό,τι για ένα μουσικό οι νότες. Δεν θα μπορούσα να σκεφθώ τι άλλο θα μπορούσα να κάνω τόσο καλά αν μια μέρα δεν υπήρχαν μέλισσες. Αν και ο κόσμος δεν μπορεί να σταθεί χωρίς τη μέλισσα όπως είχε πει και ο Α. Αϊνστάιν, λόγω της τεράστιας προσφοράς της μέλισσας στον άνθρωπο μέσω της επικονίασης. Θα ήταν καλό να αγαπούσε ο άνθρωπος τη φύση, όπως οι μέλισσες αγαπούν αυτή, ακόμα πιο καλό αν η κοινωνία μας είχε τη δομή, τους διακριτούς ρόλους και τη φιλοσοφία που έχει η κοινωνία των μελισσών και θα ήταν υπέροχο αν ο κόσμος μπορούσε να ελιχθεί με τόση μαεστρία στα προβλήματα που προκύπτουν όπως οι μέλισσες κάνουν. Είναι η μοναδική τέλεια κοινωνία στον πλανήτη μας. Είναι μια δουλειά που σε ηρεμεί, μιας και είναι αδιανόητο να μη σε επηρεάσει ο τρόπος που αυτές δουλεύουν».
Την ώρα που μιλά, σκέφτομαι πόσο δύσκολο είναι σήμερα για έναν νέο άνθρωπο να «χτίζει» συνειδητά τη ζωή του στην επαρχία, μακριά από μεγάλα αστικά κέντρα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Θέτω το ερώτημα…
«Η ζωή σε ένα αστικό κέντρο σου προσφέρει παροχές που δεν υπάρχουν στον ίδιο βαθμό στην επαρχία. Εύκολη πρόσβαση σε υπηρεσίες που σχετίζονται με τα παιδιά, με την υγεία, περισσότερες επιλογές για διασκέδαση, αγορές και γενικότερα πληθώρα επιλογών από επιχειρήσεις που μπορεί να χρειαστείς. Η ζωή στην επαρχία, όμως, έρχεται και εξισώνει τα παραπάνω προσφερόμενα ενός αστικού κέντρου λόγω άλλων “παροχών”. Υπάρχει ασφάλεια, ηρεμία, ρυθμοί χαμηλότερης έντασης, καθημερινή επαφή με το ευρύτερο οικογενειακό περιβάλλον, επαφή με τη φύση και φιλικότερη ατμόσφαιρα», απαντά ο 30χρονος μελισσοκόμος.
Μην ξεχνάμε ότι υπάρχει και το τεχνητό μέλι, (σχεδόν 100% κινεζικής προέλευσης), το οποίο δεν είναι καν φυσικό προϊόν, δεν έχει παραχθεί από μέλισσες και είναι μια γλυκαντική ουσία με την υφή, το χρώμα, την όψη και τη γεύση μελιού. Όλα αυτά, βέβαια, έχουν ως απώτερο σκοπό τη μεγιστοποίηση του κέρδους από την εμπορία του μελιού, πάντα σε βάρος του παραγωγού που δεν αμείβεται έτσι όπως του αξίζει και σε βάρος του καταναλωτή που δεν παίρνει αυτό που πληρώνει.
Και προσθέτει: «Επίσης και λόγω της δουλειάς μου είναι κάπως αταίριαστο να επέλεγα να ζήσω σε μεγάλο αστικό κέντρο, διότι μεγαλώνουν οι αποστάσεις προσέγγισης της φύσης, χωρίς να σημαίνει ότι αυτό δεν είναι εφικτό. Συνοψίζοντας, ως ανήσυχο πνεύμα, που κάθε άλλο από στάσιμος μου αρέσει να είμαι, έχω την τύχη να έχω ταξιδέψει σε πολλά μέρη, εντός και εκτός Ελλάδας. Έτσι, έχω σχηματίσει την άποψη ότι, ανεξαρτήτου δουλειάς, και πάλι στην επαρχία θα επέλεγα να ζήσω και να δραστηριοποιούμαι λόγω του συνολικού τρόπου ζωής. Άλλωστε, η Κρήτη είναι ένα μεγάλο νησί με τέσσερις επαρχιακές πόλεις (σε σχετικά μικρή απόσταση σε οποιοδήποτε σημείο και αν βρισκόμαστε), που δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από άλλες επαρχιακές πόλεις της ηπειρωτικής Ελλάδας».
Η συζήτηση «μεταφέρεται» αναπόφευκτα στις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ως μελισσοκόμος, αλλά και στα προβλήματα του κλάδου.
«Τα προβλήματα του κλάδου είναι γνωστά και κοινά σε όλους όσους ασχολούνται με τον αγροτικό τομέα στην Κρήτη και ιδιαίτερα στον Νομό Χανίων. Η ανομβρία και κατ’ επέκταση η ξηρασία είναι το κύριο μεγάλο πρόβλημα. Η κλιματική αλλαγή έχει επηρεάσει όχι μόνο την παραγωγή αλλά και τις ίδιες τις μέλισσες, που σε πολλές περιπτώσεις παρουσιάζουν αλλόκοτη και μη αναμενόμενη συμπεριφορά. Παρατηρείται ένα “μπλέξιμο” των εποχών με αποτέλεσμα να εκλείπουν εντελώς κάποιες ανθοφορίες και να ξεκινούν νωρίτερα άλλες, όπως και ασυνήθιστα υψηλές ή και χαμηλές θερμοκρασίες σε περιόδους που δεν θα έπρεπε να παρατηρούνται», τονίζει ο Φραγκίσκος Σταθάκης.
Και συνεχίζει: «Άλλο μεγάλο πρόβλημα είναι η ελληνοποίηση εισαγόμενων μελιών εντός και εκτός Ε.Ε., που εκτός από κατώτερης γεύσης και ποιότητας μέλι είναι αμφιβόλου καταλληλότητας ως προς την κατανάλωση. Ως επέκταση αυτού, βέβαια, μην ξεχνάμε ότι υπάρχει και το τεχνητό μέλι, (σχεδόν 100% κινεζικής προέλευσης), το οποίο δεν είναι καν φυσικό προϊόν, δεν έχει παραχθεί από μέλισσες και είναι μια γλυκαντική ουσία με την υφή, το χρώμα, την όψη και τη γεύση μελιού. Όλα αυτά, βέβαια, έχουν ως απώτερο σκοπό τη μεγιστοποίηση του κέρδους από την εμπορία του μελιού, πάντα σε βάρος του παραγωγού που δεν αμείβεται έτσι όπως του αξίζει και σε βάρος του καταναλωτή που δεν παίρνει αυτό που πληρώνει».
Το δύσκολο κομμάτι είναι αυτό της διαδρομής προς το ράφι. Είναι δύσκολο διότι το κρητικό μέλι έχει υψηλή τιμή λόγω του υψηλού κόστους παραγωγής, όπως και ότι η Κρήτη δεν είναι ένα μέρος το οποίο παράγει πάρα πολλά είδη μελιού (έλλειψη μεγάλων εκτάσεων με μονοκαλλιέργειες), κάτι το οποίο συμβαίνει στην υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα. Οι μελισσοκόμοι στην Κρήτη περιορίζονται σε 1-3 είδη μελιού το πολύ σε αντίθεση, με μελισσοκόμους της ηπειρωτικής Ελλάδας που παράγουν από 5 έως 10 είδη μελιού. Το μεγαλύτερο και βασικότερο, βέβαια, πρόβλημα είναι το γεγονός ότι την αγορά την έχουν κατακλύσει μη ελληνικά μέλια, τα οποία κλέβουν τη θέση των ελληνικών λόγω της χαμηλής τους τιμής.
«Καλό θα ήταν, βέβαια», σημειώνει ο 30χρονος μελισσοκόμος, «και οι επιχειρήσεις καφέ, εστίασης και τα ξενοδοχεία να προτιμούν κρητικό μέλι στις παρασκευές τους αψηφώντας τη διαφορά της τιμής με τα υποδεέστερα. Το κρητικό μέλι έχει ένα πολύ ακριβό κόστος παραγωγής. Έτσι, θα πρέπει να ξέρουμε ότι ένα φτηνό μέλι δεν είναι πάντα και καλό χωρίς βέβαια να αποκλείουμε το γεγονός ότι υπάρχουν και εξαιρέσεις. Ο ανθρώπινος παράγοντας είναι ένα άλλο μικρότερο όμως πρόβλημα, το οποίο διαφέρει ανά περιοχή και κατά περιπτώσεις. Από πυρκαγιές, οι οποίες μπορεί τυχαία και μη να προκληθούν, η ενόχληση του κόσμου από τις μέλισσες σε σχετικά κοντινή απόσταση λόγω του φόβου τσιμπήματος, οι ψεκασμοί των δέντρων, η τοποθέτηση πάρκων ενέργειας σε μέρη όπου υπήρχαν μέλισσες (αιολικά πάρκα και φωτοβολταϊκά) και διάφορα άλλα, όχι τόσο σημαντικά όσο τα προαναφερθέντα. Τέλος, η πολιτεία και οι αρμόδιοι φορείς αντιμετωπίζουν τη μελισσοκομία ως μια “δραστηριότητα” που δεν υπάρχει στην Ελλάδα με ελλιπή γνώση ως προς την αντιμετώπιση των προβλημάτων που συνοδεύουν τον κλάδο, παρόλο που το ελληνικό μέλι, και δει το κρητικό, είναι με επιείκεια και εμπεριστατωμένες μελέτες το καλύτερο στον κόσμο».
Πριν ολοκληρώσω τη συζήτησή μου με τον Φραγκίσκο Σταθάκη, τον ρωτώ για τις προοπτικές που έχει το χανιώτικο μέλι στις αγορές του εσωτερικού και του εξωτερικού.
«Όλα τα μέλια που παράγονται στην Κρήτη είναι αρίστης ποιότητας, έχουν τέλεια γεύση και εξαιρετικό άρωμα. Άλλωστε, όπως είπα προηγουμένως, η μελισσοκομία είναι επάγγελμα νομαδικό, άρα σε πλειοψηφία οι επαγγελματίες μελισσοκόμοι δεν παράγουμε αμιγώς χανιώτικο μέλι ή αμιγώς ηρακλειώτικο κτλ. Είναι όμως λίγο δύσκολο να προωθηθεί το χανιώτικο – κρητικό μέλι στις αγορές τόσο της Ελλάδας όσο και του εξωτερικού παρόλο την υψηλή του ποιότητα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και φανατικοί καταναλωτές των χανιώτικων μελιών. Σαφώς και η επισκεψιμότητα του Νομού από τουρίστες, ντόπιους και μη, βοηθάει, διότι είναι πολύ πιο εύκολο αν ο καταναλωτής έχει γευτεί κατά την επίσκεψή του στο νησί το χανιώτικο μέλι, γυρίζοντας πίσω να θελήσει να αγοράσει αν το συναντήσει σε κάποιο ράφι. Το δύσκολο κομμάτι είναι αυτό της διαδρομής προς το ράφι. Είναι δύσκολο διότι το κρητικό μέλι έχει υψηλή τιμή λόγω του υψηλού κόστους παραγωγής, όπως και ότι η Κρήτη δεν είναι ένα μέρος το οποίο παράγει πάρα πολλά είδη μελιού (έλλειψη μεγάλων εκτάσεων με μονοκαλλιέργειες), κάτι το οποίο συμβαίνει στην υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα. Οι μελισσοκόμοι στην Κρήτη περιορίζονται σε 1-3 είδη μελιού το πολύ σε αντίθεση, με μελισσοκόμους της ηπειρωτικής Ελλάδας που παράγουν από 5 έως 10 είδη μελιού. Το μεγαλύτερο και βασικότερο, βέβαια, πρόβλημα είναι το γεγονός ότι την αγορά την έχουν κατακλύσει μη ελληνικά μέλια, τα οποία κλέβουν τη θέση των ελληνικών λόγω της χαμηλής τους τιμής. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι το μέλι δεν είναι το μόνο προϊόν της μέλισσας. Μαζί με το μέλι, οι μέλισσες παράγουν γύρη, βασιλικό πολτό, πρόπολη και το μελισσοκέρι φυσικά. Προϊόντα τα οποία είναι τρόφιμα υψηλής θρεπτικής αξίας», καταλήγει ο Φραγκίσκος Σταθάκης.
0 Σχόλια
Για οποιαδήποτε ερώτηση πάνω στις αναρτήσεις μας , αφήστε ένα σχόλιο και εμείς με χαρά θα σας απαντήσουμε. Ορεινή Μέλισσα! Καλώς Ήρθατε!