Widget Recent Post No.

Η νοζεμίαση στα μελίσσια: Συμπτώματα - Αντιμετώπιση

 



Η ελληνική μελισσοκομία πάει από το κακό στο χειρότερο. Δεν φτάνει η αδιαφορία της Πολιτείας γι΄ αυτήν. Δεν αρκούν η παντελής έλλειψη ενημέρωσης και επιμόρφωσης των μελισσοτρόφων σε θέματα σύγχρονης τεχνογνωσίας και τα πλήγματα που υφίσταται ο πολύτιμος αυτός κλάδος από τις εκάστοτε αντίξοες καιρικές συνθήκες.

Αλλά έρχονται επιπρόσθετα χρόνο με το χρόνο και κάποιες ασθένειες που απειλούν με πλήρη καταστροφή το μελισσοκομικό κεφάλαιο.

Καλή ώρα η Βαροϊκή ακαρίαση (Varroa jacobsoni), το σύνδρομο της κατάρρευσης του μελισσοσμήνους [Colony Collapse Disorder (CCD)] και τα τελευταία χρόνια η Ασιατική Νοζεμίαση. Η ασθένεια αυτή, που θεωρείται η σοβαρότερη απειλή για τη μελισσοκομία σε όλο τον κόσμο έκανε την εμφάνισή της εδώ και μερικά χρόνια και στη χώρα μας. Μάλιστα για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα θεωρούνταν ως η βασική αιτία του συνδρόμου της κατάρρευσης του μελισσοσμήνους. Ήδη και στην Κρήτη οι τελευταίοι εναπομείναντες μελισσοκόμοι μέσα από τα μαζικά μέσα ενημέρωσης διατυπώνουν την αγωνία τους και ζητούν απελπισμένοι κάποια βοήθεια για να προστατέψουν τα μελίσσια τους από την επάρατη αυτή ασθένεια. Μέρα με τη μέρα βλέπουν το 70% και πλέον του πληθυσμού των μελισσοσμηνών τους να πεθαίνει και το εισόδημά τους να εξανεμίζεται.
Ο γράφων, που για μια δεκαετία διακόνησε το πρόγραμμα γεωργικών εφαρμογών και ενημέρωσης, αισθάνεται την υποχρέωση να φέρει στο φως της δημοσιότητας όλη τη σχετική με την ασθένεια σύγχρονη τεχνογνωσία και τις πρακτικές δεξιοτεχνίες. Βασικός στόχος και μοναδική ελπίδα αυτής της προσπάθειας είναι η υποβοήθηση των συμπαθών μελισσοτρόφων και ιδιαίτερα εκείνων που ασχολούνται με την οικολογική μελισσοκομία.



Στην οικολογική μελισσοπαθολογία η ασθένεια θεωρείται ως αποτέλεσμα της αλληλοεπίδρασης όλων των βιοτικών και αβιοτικών παραγόντων που εμπλέκονται στο μελισσοπαθοοικοσύστημα. Αυτό με απλά λόγια σημαίνει πως η κατάρτιση ενός προγράμματος ολοκληρωμένης αντιμετώπισης κάποιου παθογόνου και η λήψη των απαραίτητων μέτρων θα πρέπει να λαμβάνει σοβαρά υπόψη όχι μόνο το μελισσοπαθογόνο και τη μέλισσα αλλά και όλους τους άλλους βιοτικούς και αβιοτικούς παράγοντες.

Γνωριμία με το παθογόνο
Από τις αρχές του 20ού αιώνα γίνεται η πρώτη αναφορά για την ασθένεια της Νοζεμίασης της ευρωπαϊκής μέλισσας της Apis melifera, γνωστή και ως Ευρωπαϊκή Νοζεμίαση. Το υπεύθυνο παθογόνο της ασθένειας αυτής βρέθηκε πως είναι ο μικροσποριδιακός μικροοργανισμός Νosema apis. 

Το 1995 διαπιστώνεται στην ασιατική μέλισσα Apis cerana στην Κίνα και ένα δεύτερο είδος παθογόνου του γένους Nosema το Nosema ceranae. Το είδος αυτό ταυτοποιήθηκε το 2005 και σε μελισσοσμήνη της ευρωπαϊκής μέλισσας και στην Ταϊβάν. Η ασθένεια για να ξεχωριστεί από εκείνη του Νosema apis ονομάστηκε στη χώρα μας Νοζεμίαση της ανατολής ή Ασιατική Νοζεμίαση. Το 2006 το παθογόνο αυτό θα προκαλέσει ανυπολόγιστες ζημιές στα μελισσοσμήνη στην Ισπανία. Την ίδια χρονιά αναφέρεται και στην Ελλάδα, στη Γαλλία, στη Γερμανία και στη Σουηδία. 

Σήμερα διαπιστώνεται η εξάπλωσή του σχεδόν σε όλο τον κόσμο. Αναφέρονται ζημιές που φτάνουν μέχρι και το 50% στη Βόρεια, Κεντρική και Νότια Αμερική, στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αυστραλία. Δεν υπάρχουν προς το παρόν αναφορές για την παρουσία της στην Αφρική. Στην Ελλάδα το ποσοστό των προσβεβλημένων μελισσιών κυμαίνεται στο 45 – 65%. Στην Κρήτη οι ίδιοι οι μελισσοτρόφοι εκτιμούν πως οι απώλειες ξεπερνούν το 75%.

Η σύγχρονη φυλογενετική μελέτη κατατάσσει σήμερα τους μικροσποριδιακούς μικροοργανισμούς στο βασίλειο των μυκήτων. Έτσι τόσο το Νosema apis όσο και το Nosema ceranae ανήκουν στην οικογένεια Nosematidae της τάξης των Dissociodihaplophasida της κλάσης Dihaplophasea και της διαίρεσης Microsporidia. Η κατάταξη αυτή διανοίγει νέες προοπτικές στην προσπάθεια αντιμετώπισης των παθογόνων με τη χρησιμοποίηση μυκητοκτόνων φυτοπροστατευτικών προϊόντων. Στο γένος Nosema υπάγονται και πολλά είδη που χρησιμοποιούνται για τη βιολογική αντιμετώπιση διαφόρων επιβλαβών για τον άνθρωπο και τα καλλιεργούμενα φυτά εντόμων. 

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα Nosema pyrausta που χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση του εχθρού του καλαμποκιού Ostrina nubialis, του Nosema cactoblastis που ελέγχει το Cactoblastis cactorum στον κάκτο Opuntia, του Nosema locustae και Nosema acridophagus για την αντιμετώπιση των ακρίδων, του Nosema grylli, που συστήνεται για το βιολογικό έλεγχο των γρύλλων, του Nosema algerae που περιορίζει τους πληθυσμούς των κουνουπιών και του Nosema kingii, που βρίσκει εφαρμογή στην αντιμετώπιση των διαφόρων μυγών των καρπών.

Το νέο παθογόνο προκαλεί μεγαλύτερη θνησιμότητα των ενήλικων μελισσών σε σχέση με το Νosema apis. Κι αυτό γιατί εξαντλεί περισσότερο και γρηγορότερα τα ενεργειακά τους αποθέματα σε υδρογονάνθρακες. Ακόμα το θερμοκρασιακό και υγρασιακό εύρος επιβίωσης και βλάστησης των μικροσποριδίων είναι μεγαλύτερο. Τέλος, ο μεταβολισμός της μέλισσας δεν έχει δημιουργήσει ειδικά αμυντικά συστήματα για τη νέα αυτή ασθένεια. Πράγματι τα μικροσπορίδια του Nosema ceranae μπορούν να διατηρηθούν χωρίς να χάσουν τη βλαστική τους ικανότητα για 32 ώρες στο δυνατό ήλιο, 4 μήνες μέσα στο μέλι και 1 χρόνο και πλέον στα περιττώματα. Ακόμα, ενώ για το Νosema apis τα μικροσπορίδια δεν επιβιώνουν στους 37° C και οι προσβεβλημένες μέλισσες που εκτίθενται στη θερμοκρασία αυτή ανακάμπτουν, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά για το νέο παθογόνο. 

Μέλισσες που μολύνθηκαν με το Nosema ceranae στη θερμοκρασία αυτή προσβλήθηκαν σχεδόν 100%. Πάντως τα μικροσπορίδια νεκρώνονται αν παραμείνουν για 15 λεπτά σε θερμοκρασία 60ο C.
Το Nosema ceranae, όπως και όλα τα είδη του γένους Νosema, είναι ενδοκυτταρικό παθογόνο. Η μόλυνση της ενήλικης εργάτριας, της βασίλισσας και του κηφήνα γίνεται με τη βοήθεια των οργάνων διαχείμασης και διάδοσης, που είναι τα μικροσπορίδια. Τα μικροσπορίδια είναι μονοκύτταρα με παχιά μεμβράνη και εμπεριέχουν τον πυρήνα,το πολικό νημάτιο και το μικροσποριδιόπλασμα. Εισέρχονται στο πεπτικό σύστημα (μεσαίο έντερο) της μέλισσας από το στόμα με την τροφή ή το νερό ή κατά τον καθαρισμό από τις νεαρές μέλισσες των περιττωμάτων. 

Στο κυρίως στομάχι τα μικροσπορίδια με την επίδραση των γαστρικών υγρών βλαστάνουν και με τη βοήθεια του πολικού νηματίου διαπερνούν τη μεμβράνη των επιθηλιακών κυττάρων. Στη συνέχεια εκχύνουν το μικροσποριοδιόπλασμα στο κύτταρο. Εκεί το παθογόνο τρέφεται σε βάρος του επιθηλιακού κυττάρου καταναλώνοντας τους υδατάνθρακες και πολλαπλασιάζεται ταχύτατα. Το προσβεβλημένο κύτταρο γεμίζει από μικροσπορίδια. Ακολουθεί η διάρρηξη του και η απελευθέρωση των μικροσποριδίων στο στομάχι. Μέσα σε 4 – 6 μέρες μπορεί να μετρήσει κανείς 30 – 50 εκατομμύρια μικροσπορίδια. Σημαντική ποσότητα από τα μικροσπορίδια περνάει στο απευθυσμένο και αποβάλλεται με τα περιττώματα. Σε όλη την κυψέλη μπορεί να βρει κανείς βλαστημένα ή μη μικροσπορίδια.



Γενικά οι μέλισσες παρουσιάζουν μειωμένη αντοχή στο παθογόνο εξαιτίας της μεγάλης διάρκειας υγρού χειμώνα, της ηλικίας της βασίλισσας, της μη ανανέωσης των κηρηθρών, των συχνών παρεμβάσεων του μελισσοκόμου που αναστατώνουν τη ζωή του μελισσοσμήνους, της ακανόνιστης συμπληρωματικής διατροφής και των προσβολών από τη Βαροϊκή ακαρίαση. Οι μέλισσες νεαρής ηλικίας 15 ημερών δεν είναι δεκτικές στη μόλυνση εξαιτίας της ταχείας ανανέωσης των κυττάρων.

Συμπτώματα
Τα συμπτώματα της ασθένειας διαφέρουν από εκείνα της Νosema apis. Στην Ασιατική Νοζεμίαση σε αντίθεση με την Ευρωπαϊκή παρατηρείται μείωση του πληθυσμού χωρίς να βρίσκει κανείς νεκρές μέλισσες στην είσοδο ή στο εσωτερικό της κυψέλης. Κι αυτό γιατί οι συλλέκτριες μέλισσες για να ικανοποιήσουν την πείνα τους εξαιτίας της προσβολής τρέχουν για αναζήτηση τροφής και πεθαίνουν μακριά από την κυψέλη. Οι μέλισσες με προσβολή που μένουν στην κυψέλη δεν παρουσιάζουν διογκωμένη κοιλιά και μη κανονική θέση των φτερών. Τα περιττώματα που αφήνουν δεν είναι περισσότερα από τα φυσιολογικά. Η προσβολή από το Nosema ceranae γίνεται αντιληπτή μόνο σε προχωρημένο στάδιο και όταν επικρατήσουν δυσμενείς περιβαλλοντικές συνθήκες.

 Ο οικομελισσοτρόφος πρέπει να γνωρίζει τη διαφοροποίηση των μακροσκοπικών συμπτωμάτων των δύο Νοζεμιάσεων. Κι αυτό γιατί η απουσία των ορατών συμπτωμάτων της Ευρωπαϊκής Νοζεμίασης μπορεί να προκαλέσει εφησυχασμό και αδιαφορία λήψης των αναγκαίων μέτρων για την αντιμετώπιση της Ασιατικής Νοζεμίασης. 

Η παρουσία του παθογόνου στο μέσο έντερο της ενήλικης μέλισσας προκαλεί διαταραχή στη χώνευση, μείωση της πρωτεΐνης, των αμινοξέων και των υδατανθράκων στο αιμολέμφος, μείωση του Ν στα λίπη, πρώιμη υπεργήρανση των υποφαρυγγικών αδένων και μειωμένη ανάπτυξη των κηρογόνων αδένων. 

Τελικά οι προσβεβλημένες μέλισσες εξαιτίας της μεταβολικής αυτής διαταραχής έχουν αυξημένη την αίσθηση της πείνας, αδυνατίζουν και δεν μπορούν να εκπληρώσουν το έργο για το οποίο προορίζονται. Πράγματι οι «παραμάνες» μέλισσες δεν μπορούν να παράγουν βασιλικό πολτό και εγκαταλείπουν τον γόνο και τη βασίλισσα και τρέχουν για αναζήτηση τροφής. Έτσι η βασίλισσα υποσιτίζεται και μέρος από τα αυγά της δεν δίνει γόνο. Είναι δυνατή η προσβολή και της βασίλισσας, η οποία σταματάει να ωοτοκεί και μπορεί να πεθάνει.




 Οι νεαρές προνύμφες εξαιτίας του υποσιτισμού δεν επιβιώνουν για πολύ. Η απουσία υδατανθράκων στις προσβεβλημένες εργάτριες επιδρά στον προσδόκιμο χρόνο επιβίωσής τους. Το φθινόπωρο και την άνοιξη παρατηρείται μείωση του χρόνου ζωής τους μέχρι και 50%. Στην περίπτωση όμως που οι ασθενείς μέλισσες είχαν στη διάθεσή τους αρκετή τροφή, βρέθηκε πως ζουν όσο και οι υγιείς.
Τελικά το μελισσοκομικό κεφάλαιο της κυψέλης αποδεκατίζεται και η παραγωγή γόνου, βασιλικού πολτού και μελιού μειώνεται αισθητά. Το προσβεβλημένο μελισσοσμήνος δεν σμηνουργεί.

 Η ασθένεια δεν επηρεάζει μόνο τη συμπεριφορά της ενήλικης μέλισσας, αλλά και όλης της μελισσοκοινωνίας. Πράγματι εξαιτίας της έντονης αίσθησης της πείνας διαπιστώνεται αυξημένη τροφάλλαξη και περισσότερες και πιο ριψοκίνδυνες έξοδοι για αναζήτηση της τροφής. Αυτό όμως έχει ως συνέπεια την παραπέρα καταπόνηση και εξάντληση της εργάτριας μέλισσας.
Η καλύτερη διαγνωστική της ασθένειας μέθοδος είναι η εργαστηριακή εξέταση των ενήλικων μελισσών, όταν γυρίζουν από συλλογή της γύρης ή του νέκταρος και των κοπράνων και η ταυτοποίηση του παθογόνου. Η πρακτική της εξέτασης του στομαχιού που ακολουθείται από έμπειρους μελισσοκόμους για την Ευρωπαϊκή Νοζεμίαση δεν έχει πεδίο εφαρμογής για την περίπτωση του Nosema ceranae.



Αντιμετώπιση
Για την αντιμετώπιση της ασθένειας θα πρέπει να ληφθούν πολύ σοβαρά υπόψη ορισμένα μορφολογικά χαρακτηριστικά που αναφέρθηκαν ήδη προηγουμένως. Συγκεκριμένα ο οικομελισσοτρόφος θα πρέπει κατά την κατάρτιση του ολοκληρωμένου προγράμματος αντιμετώπισης να ξέρει πως το Nosema ceranae είναι νέο παθογόνο για την ευρωπαϊκή μέλισσα. Ακόμα πως το παθογόνο πολλαπλασιάζεται ταχύτατα και δημιουργεί μικροσπορίδια που μπορούν να επιβιώσουν σε μεγαλύτερο θερμοκρασιακό και υγρασιακό στρες σε σχέση με εκείνα του Νosema apis. Δεν υπάρχουν ,όπως προαναφέρθηκε, σαφή αρχικά μακροσκοπικά συμπτώματα για να οδηγήσουν τον μελισσοτρόφο στη λήψη ορισμένων μέτρων αντιμετώπισης του παθογόνου. Όταν αντιληφθεί την απώλεια του πληθυσμού του μελισσοσμήνους τότε η κατάσταση είναι αρκετά προχωρημένη. 

Το γεγονός ότι η επιδείνωση της ασθένειας συνδέεται με τις αντίξοες περιβαλλοντικές συνθήκες, την κακή διατροφή και την τοξική επίδραση των συνθετικών φυτοπροστατευτικών προϊόντων που χρησιμοποιεί η συμβατική γεωργία, θα πρέπει να αποτελέσει βασική αιτιολογία για την παραπέρα προώθηση της οικολογικής μελισσοκομίας, η οποία πέραν των άλλων δημιουργεί με τις παρεμβάσεις της ευοίωνες προοπτικές αντιμετώπισης της ασθένειας. Είναι σε όλους γνωστό πως η ορθολογική οικολογική διαχείριση του μελισσοσμήνους αποτελεί βασικό παράγοντα έκφρασης του αμυντικού συστήματος των μελισσών. 

Ύστερα από τα παραπάνω η οικολογική αντιμετώπιση του Nosema ceranae θα πρέπει να στηρίζεται:
Στη συνεργασία μελισσοτρόφου και μελισσιών. Θα πρέπει να μπορεί να «αφουγκράζεται» και να «μιλάει» με τα μελίσσια του. Είναι απαραίτητο να γνωρίζει την κοινωνία του μελισσοσμήνους και προπαντός πότε κουράζεται, πότε πεινάει και πότε έχει την ανάγκη του. Το μελίσσι πρέπει να είναι σε συνεχή εργασία για να αποφευχθεί ο αποσυντονισμός του, που το καθιστά ευάλωτο στην ασθένεια.

Στην εξασφάλιση δικής του τροφής από μέλι και γύρη. Αν αυτή δεν είναι επαρκής ο μελισσοτρόφος θα πρέπει να παρεμβαίνει με τη χορήγηση οικολογικής συμπληρωματικής τροφής. Θα πρέπει όμως να αποφεύγεται το χειμώνα η διατροφή με μέλι από μελιτώματα. Η ενίσχυση της διατροφής του γόνου και των μελισσών καλό είναι να γίνεται στην αρχή του φθινόπωρου. Είναι αναγκαία επίσης η συστηματική παρακολούθηση των αποθεμάτων της γύρης.

  • Στην αποφυγή επισκέψεων στην κυψέλη πολύ νωρίς για να αποφευχθεί ενδεχόμενη μείωση της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος χώρου.
  • Στην παρουσία νεαρής και υγιούς βασίλισσας στο μελισσοσμήνος.
  • Στην άνετη διαβίωση των μελισσών στην κυψέλη. Η στενότητα του χώρου και ο υπερπληθυσμός αποτρέπει μέρος των μελισσών να εργαστούν.
  • Στη συχνή ανανέωση των κηρηθρών και των πλαισίων. Τόσο το κερί όσο και η κηρήθρα και τα πλαίσιά της αποτελούν εστίες μόλυνσης από το παθογόνο.
  • Στη μείωση του βαθμού παραπλάνησης των μελισσών.
  • Στην ύπαρξη πάντα καθαρού νερού πόσης.
  • Στη φροντίδα να ξεχειμωνιάζει το μελίσσι με νεαρές μέλισσες.
  • Στην εγκατάσταση των μελισσιών τη χειμερινή περίοδο σε στεγνούς και ηλιαζόμενους μελισσότοπους. Η νότια έκθεση της εισόδου της κυψέλης στους μελισσότοπους διαχείμασης δημιουργεί δυσμενείς συνθήκες αύξησης του μολυσματικού δυναμικού του παθογόνου. 
  • Στη συνένωση αδύνατων υγειών μελισσοσμηνών.
  • Στην αποφυγή υπερεκμετάλλευσης των μελισσιών.
  • Στον οικολογικό έλεγχο των άλλων εχθρών και ασθενειών και ιδιαίτερα της Βαροϊκής ακαρίασης. 
  • Στην αντιμετώπιση του ψύχους και της υγρασίας στην κυψέλη.
  • Στη διατήρηση καθαρού του χώρου της κυψέλης.
  • Στην απολύμανση των διαφόρων μελισσοκομικών υλικών. 

Η απολύμανση μπορεί να γίνει με οξικό οξύ. με θερμοθεραπεία, με υπεριώδη ακτινοβολία και με χλωριωμένο ή με ιόντα χαλκού ή οζονωμένο ή ηλεκτρολυμένο νερό. Τα μικροσπορίδια νεκρώνονται αν εκτεθούν σε θερμοκρασία 49ο C για περισσότερες από 24 ώρες. Στους 40ο C για 5 μέρες μειώνεται αισθητά η παθογόνος δύναμη των μικροσποριδίων. Πολλοί μελισσοτρόφοι χρησιμοποιούν για την απολύμανση των μελισσοκομικών υλικών και την καυστική σόδα.Στη χρησιμοποίηση διαφόρων επιτρεπόμενων στην οικολογική μελισσοκομία μελισσοπροστατευτικών προϊόντων. Είναι κατανοητό από κάθε οικομελισσοτρόφο πως η αποτελεσματικότητα των διαφόρων σκευασμάτων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την τήρηση των κανόνων της ορθής οικολογικής διαχείρισης των μελισσοσμηνών.



Στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν επιτρέπεται η χρήση των αντιβιοτικών στη μελισσοκομία. Στις ΗΠΑ αντίθετα ορισμένα αντιβιοτικά χρησιμοποιούνται και στην οικολογική γεωργία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την απαγόρευση χρησιμοποίησης της φουμαζιλλίνης (fumagillin) με τη μορφή του εμπορικού σκευάσματος Fumidil B, που παράγεται από το μύκητα Aspergillus fumigatus. Βέβαια το αντιβιοτικό αυτό με ειδική απόφαση του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη συμβατική γεωργία με ορισμένες προϋποθέσεις.

Το βιολογικό σκεύασμα Apiherb γνωστό και με το όνομα Nonosz?. είναι συμπλήρωμα τροφής των μελισσών. Είναι ιδεώδες για τη βελτίωση της υγείας των ενήλικων μελισσών και προλαμβάνει την προσβολή του εντερικού συστήματος από διάφορες παθήσεις και ιδιαίτερα από τις Νοζεμιάσεις. Βρέθηκε πως το σκεύασμα αυτό ελάττωσε σε ποσοστό 46 – 73 % τον αριθμό των μικροσποριδίων. Τα καλύτερα αποτελέσματα λαμβάνονται αν το σκεύασμα χορηγείται ενωρίς την άνοιξη ή στο τέλος του καλοκαιριού με αρχές του φθινόπωρου, όταν επικρατούν δυσμενείς για το μελισσοσμήνος περιβαλλοντικές συνθήκες. 

Το εν λόγω σκεύασμα περιέχει δεξτρόζη, αποξηραμένους χυμούς λαχανικών, αρωματικά βότανα και τις βιταμίνες Β1,Β2 και Β6. Γενικά περιέχει 7.0%, πρωτεΐνες, 0.5% λίπη, 2.0% ινώδεις ουσίες ,1.5% τέφρα, 52% ζάχαρη και 8.5%. Νερό. Πρέπει διατηρείται σε δροσερό μέρος και να χρησιμοποιείται μέσα στις πρώτες 10 ώρες από την παρασκευή του. Χορηγείται 3 φορές την εβδομάδα, όταν η εξωτερική θερμοκρασία είναι πάνω από 10ο C. Το περιεχόμενο των 40 g κάθε φιαλιδίου ανακατεύεται με μισό λίτρο σιροπιού ζάχαρης (ίσα μέρη νερού και ζάχαρης). Η ποσότητα αυτή είναι για 10 μελισσοσμήνη.

Το Vita Feed Gold παρασκευάζεται από συμπυκνωμένο εκχύλισμα του Beta vulgaris var altissima και μελάσα. Στην πραγματικότητα είναι υγρή συμπληρωματική τροφή δυναμωτική και διεγερτική για την ενήλικη μέλισσα, που μπορεί να την προστατεύσει από τις Νοζεμιάσεις. Περιέχει φυσικό σαλυκιλικό οξύ. Χρησιμοποιείται σε ανάμιξη με σιρόπι (1:1) στην αναλογία 10 g στα 100 ml. Η ανάμιξη πρέπει να γίνεται όταν το σιρόπι έχει θερμοκρασία χαμηλότερη των 50ο C. Δεν πρέπει να δίνεται αν περάσουν 2 εβδομάδες από την παρασκευή του μίγματος. Το σκεύασμα φυλάγεται σε δροσερό μέρος (5 – 25ο C). Το φιαλίδιο των 250 ml είναι αρκετό για 5 μελίσσια. Το Vita Feed Gold μπορεί να χρησιμοποιηθεί και με ζαχαροζύμαρο.

Η κρυσταλλική θυμόλη σε ζαχαροζύμαρο στην αναλογία 0,12 mg/gr. Ελέγχει επίσης τις διάφορες μυκητιάσεις και τη Βαροϊκή ακαρίαση. Αναφέρεται η χρήση της και με σιρόπι (1 g/15l). Χορηγείται ένα λίτρο από το σιρόπι με το σκεύασμα κάθε εβδομάδα. Η συνολική ποσότητα δεν πρέπει να ξεπεράσει τα 3 – 4 λίτρα.

Το Protofil είναι ένα φυσικό προϊόν. Πρόκειται για υδροαλκολικά εκχυλίσματα από διάφορα φυτά. Οι βιταμίνες και τα ιχνοστοιχεία που περιέχουν περιορίζουν το παθογόνο και παράλληλα διεγείρουν την έκκριση ενζύμων χώνευσης. Περιέχει ακόμα αιθέρια έλαια, αλειφατικούς και κυκλικούς υδρογονάνθρακες, ολεανολικό οξύ και φλαβόνες. Χρησιμοποιείται με ζαχαροζύμαρο στην αναλογία 40ml/kg ή με σιρόπι 20 ml/lt. Δίνεται 2 – 4 φορές από 250 – 500 ml.

Το Nozevit παράγεται από φλοιό βελανιδιάς. Προήλθε από μία παραδοσιακή συνταγή της Βόρειας Ευρώπης και ύστερα από πολύχρονη επιστημονική έρευνα. Χορηγείται με σιρόπι (20 σταγόνες σε 200 ml). Είναι ενδυναμωτικό των μελισσών. Χρησιμοποιείται την άνοιξη και το φθινόπωρο και αν χρειαστεί και το καλοκαίρι.

Το Vetiver oil. Είναι το αιθέριο έλαιο από υο φυτό Chrysopogon zizanioides. Χρησιμοποιείται με ζαχαροζύμαρο (1,2 mg/ml). Χαρακτηρίζεται από διεγερτικές και δυναμωτικές για τις μέλισσες ιδιότητες εξαιτίας των πτητικών ουσιών κουσιμόλη (khusimol), α-βετινόνη (a-vetivone) και β-βετινόνη (b-vetivone) που περιέχει.

Υποσχετικές είναι οι και επεμβάσεις με χλωριωμένο ή με ιόντα χαλκού ή οζονωμένο ή ηλεκτρολυμένο νερό.

Η ρεσβερατρόλη (Resveratrol) είναι φυσικό αντιοξειδωτικό με μυκητοκτόνες, βακτηριοκτόνες και ακαρεοκτόνες ιδιότητες. Παράγεται από την επιδερμίδα των κόκκινων σταφυλιών. Χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση του παθογόνου με ζαχαροζύμαρο (0.01 mg/g).

Η λυζοζύμη (Lysozyme) που χαρακτηρίζεται από ενδιαφέρουσα βακτηριοκτόνο δράση. Για την Ασιατική Νοζεμίαση χορηγείται με ζαχαροζύμαρο: (0,06 mg/g).

Το Nosestat. Περιέχει 4% ιώδιο και ιωδιούχο κάλιο και μυρμηκικό οξύ. Κυκλοφορεί σε φιαλίδια 1 και 2. Το περιεχόμενο των δύο φιαλιδίων αναμειγνύεται και 5 ml από το μίγμα προστίθενται σε ένα λίτρο σιρόπι. Χρησιμοποιείται στη δόση των 500 – 800 ml ανά κυψέλη και για 3 συνεχόμενες μέρες.
Το σκόρδο με τη μορφή σκόνης με ζαχαροζύμαρο (5 σκόνη στο Kg. Γίνονται επίσης ψεκασμοί με εκχύλισμα σκόρδου. Ξεκίνησε από τη νόθευση από τους Γερμανούς της ζάχαρης για τα μελίσσια με σκόρδο, για να μη χρησιμοποιείται από τους φτωχούς μελισσοκόμους για τα παιδιά τους. 

Διαπιστώθηκε πως τα μελίσσια που ταΐζονταν το φθινόπωρο με τη νοθευμένη με σκόρδο ζάχαρη δεν ήταν προσβεβλημένα από την Ευρωπαϊκή Νοζεμίαση.

Το ξεκαθάρισμα της ταξινόμησης του παθογόνου μπορεί να φέρει στο προσκήνιο νέες μεθόδους αντιμετώπισής του. Γίνεται προσπάθεια ανακάλυψης βιοδιεγερτών του αμυντικού συστήματος των μελισσών, ώστε να αποτρέπεται η διατροφή του παθογόνου από το κυτταρόπλασμα των επιθηλιακών της κυττάρων. Ακόμα απομονώθηκαν από το πεπτικό σύστημα των μελισσών βακτηριακοί μεταβολίτες από στελέχη ειδών των γενών Bacillus και Enterococcus με θεαματική τοξικότητα έναντι στα μικροσπορίδια του παθογόνου. 

Τέτοιοι μεταβολίτες είναι οι σουρφακτίνες S1 και S2 (surfactins S1 και S2)) που παράγονται από τα στελέχη Mori2 και C4 του Bacillus subtilis και οι βακτηριοσίνες Β1 και Β2 (bacteriocin B1 και bacteriocin B2), που παράγονται από τα στελέχη DSMZ17511 του Enterococcus avium και CRL1385 του Enterococcus faecium αντίστοιχα. Πιστεύεται πως πολύ σύντομα θα κυκλοφορήσουν στο εμπόριο σκευάσματα με βάση τους εν λόγω μεταβολίτες.

Υπάρχουν αναφορές με διιστάμενες απόψεις όσον αφορά στη χρησιμοποίηση οξικού οξέος σε σιρόπι. Η συνηθισμένη συνταγή είναι 6 ml οξικού οξέος 100 % σε ένα λίτρο σιροπιού ή 1 λίτρο ξιδιού σε 10 λίτρα σιροπιού. Στη Γαλλία στη θέση του οξικού οξέος χρησιμοποιούν το μηλόξιδο. Το ξινισμένο σιρόπι καλό είναι να χορηγείται το φθινόπωρο.

Το HoneyBHealthy από γαλάκτωμα λεμονόχορτου (Cymbopogon citratus) και αιθέρια έλαια δυόσμου (Mentha piperita) με σιρόπι περιορίζει το παθογόνο.

Στη Χιλή χρησιμοποιούν με καλά αποτελέσματα το μίγμα 100 ml 10% χλωρίνης, 250 ml δεξτρόζη και 150 ml αποσταγμένο νερό.

Η υπεριώδης ακτινοβολία με τη βοήθεια ειδικής λάμπας σκοτώνει τα μικροσπορίδια του παθογόνου. Είναι μια τεχνική που πρέπει να εφαρμόζεται από τον οικομελισσοτρόφο. Υπάρχουν στο εμπόριο ειδικές για το σκοπό αυτό λάμπες. Τα νεκρά μικροσπορίδια κάτω από την υπεριώδη ακτινοβολία αποκτούν έντονο κόκκινο χρώμα.

Οι υποκαπνισμοί με 125 ml οξικού οξέος 60-100% νεκρώνουν τα μικροσπορίδια. Με ζεστό καιρό ο υποκαπνισμός με 60% οξικού οξέος σκοτώνει τα μικροσπορίδια του παθογόνου σε λίγες ώρες. Το οξικό οξύ με μεγαλύτερη ποσοστιαία συγκέντρωση νεκρώνει τα μικροσπορίδια σε λίγα λεπτά. Ανάλογα αποτελέσματα έχουν και οι υποκαπνισμοί με μυρμηκικό οξύ σε πολύ χαμηλότερη ποσοστιαία συγκέντρωση.

Το υπεροξείδιο του υδρογόνου στη συγκέντρωση 3% περιορίζει σε ικανοποιητικό βαθμό τη μολυσματικότητα του παθογόνου.

Αναφέρεται ότι τα αιθέρια έλαια των φυτών Mentha crispa (είδος Μέντας) και Salvia officinalis (Φασκομηλιά), όταν προστίθενται στο σιρόπι τροφοδοσίας (3 – 4 σταγόνες σε 1 l σιροπιού) ελέγχουν το παθογόνο.

Το aloe vera 15 χρησιμοποιήθηκε στην πράξη από πολλούς παραγωγούς. Τα αποτελέσματα κατά ομολογία τους είναι εντυπωσιακά. Το σκεύασμα αυτό σε συνδυασμό με τα προϊόντα Ταμπλέτες Γύρης Νο 26, και Βιταμίνες Β12 με Φολικό Οξύ Νο 188 σύμφωνα με μελισσοκόμους που τα χρησιμοποίησαν περιόρισε αισθητά την Ασιατική Νοζεμίαση.

Το είδα: patentiaris.blogspot.gr

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια